τρεπτικός

τρεπτικός
-ή, -όν, Α [τρεπτός]
1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)
2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).
επίρρ...
τρεπτικῶς ΜΑ
με περίπλοκο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρεπτικόν — τρεπτικός causing change in masc acc sg τρεπτικός causing change in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτική — τρεπτικός causing change in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτικῶς — τρεπτικός causing change in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”