- τρεπτικός
- -ή, -όν, Α [τρεπτός]1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).επίρρ...τρεπτικῶς ΜΑμε περίπλοκο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.